Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράβολος
παράβυστος
παραβύω
παραγγελία
παραγγέλλω
παράγγελμα
παράγγελσις
παραγεύω
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκάλισμα
παραγκωνίζω
παραγναθίς
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραδακρύω
View word page
παραγιγνώσκω
παραγιγνώσκω later -γῑνώσκω fut. -γνώσομαι aor2 -έγνων to decide wrongly, err in their judgment, Xen.

ShortDef

to decide wrongly, err in their judgment

Debugging

Headword:
παραγιγνώσκω
Headword (normalized):
παραγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
παραγιγνωσκω
IDX:
24523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24551
Key:
paragignw/skw

Data

{'content': 'παραγιγνώσκω\n later -γῑνώσκω\n fut. -γνώσομαι\n aor2 -έγνων\n to decide wrongly, err in their judgment, Xen.', 'key': 'paragignw/skw'}