Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστός
ἀναρρήγνυμι
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρρίπτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρροιβδέω
ἀνάρρυσις
View word page
ἀνάρμοστος
ἀνάρμοστος ἁρμόζω unsuitable, incongruous, disproportionate, Hdt., Xen.:—of sound, out of tune, Plat.:—adv. -τως, Hdt. of persons, impertinent, absurd, Ar. unfitted, unprepared, πρός τι Thuc.
ShortDef
unsuitable, incongruous, disproportionate
Debugging
Headword:
ἀνάρμοστος
Headword (normalized):
ἀνάρμοστος
Headword (normalized/stripped):
αναρμοστος
IDX:
2452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2453
Key:
a)na/rmostos
Data
{'content': 'ἀνάρμοστος\n ἁρμόζω\n unsuitable, incongruous, disproportionate, Hdt., Xen.:—of sound, out of tune, Plat.:—adv. -τως, Hdt.\n of persons, impertinent, absurd, Ar.\n unfitted, unprepared, πρός τι Thuc.', 'key': 'a)na/rmostos'}