Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάπυρος
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβάλλω
παραβάπτω
παράβασις
παραβάτης
παραβάτις
παραβατός
παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παράβλημα
παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραβοήθεια
παραβοηθέω
παραβολεύομαι
View word page
παραβλαστάνω
παραβλαστάνω fut. -βλαστήσω aor2 -έβλαστον to grow up beside or by, Plat.
ShortDef
to grow up beside
Debugging
Headword:
παραβλαστάνω
Headword (normalized):
παραβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
παραβλαστανω
IDX:
24501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24529
Key:
parablasta/nw
Data
{'content': 'παραβλαστάνω\n fut. -βλαστήσω\n aor2 -έβλαστον\n to grow up beside or by, Plat.', 'key': 'parablasta/nw'}