Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παπταίνω
πάπυρος
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβάλλω
παραβάπτω
παράβασις
παραβάτης
παραβάτις
παραβατός
παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παράβλημα
παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραβοήθεια
παραβοηθέω
View word page
παραβιάζομαι
παραβιάζομαι fut. άσομαι Dep. to use violence to one, to constrain, compel him, NTest.

ShortDef

to use violence to

Debugging

Headword:
παραβιάζομαι
Headword (normalized):
παραβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
παραβιαζομαι
IDX:
24500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24528
Key:
parabia/zomai

Data

{'content': 'παραβιάζομαι\n fut. άσομαι\n Dep. to use violence to one, to constrain, compel him, NTest.', 'key': 'parabia/zomai'}