Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάπραξ
παπταίνω
πάπυρος
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβάλλω
παραβάπτω
παράβασις
παραβάτης
παραβάτις
παραβατός
παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παράβλημα
παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραβοήθεια
View word page
παραβατός
παραβατός παρα-βᾰτός, poet. παρ-βατός, όν to be overcome or overreached, Aesch., Soph.
ShortDef
to be overcome
Debugging
Headword:
παραβατός
Headword (normalized):
παραβατός
Headword (normalized/stripped):
παραβατος
IDX:
24499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24527
Key:
parabato/s
Data
{'content': 'παραβατός\n παρα-βᾰτός, poet. παρ-βατός, όν\n \n to be overcome or overreached, Aesch., Soph.', 'key': 'parabato/s'}