Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάππος
παππῷος
πάπραξ
παπταίνω
πάπυρος
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβάλλω
παραβάπτω
παράβασις
παραβάτης
παραβάτις
παραβατός
παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παράβλημα
παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
View word page
παραβάτης
παραβάτης παραβάτης, poet. παραιβάτης, and παρβάτης, ου, ὁ, παραβαίνω I one who stands beside: properly the warrior who stood beside the charioteer, Il., Eur., Xen. in pl. light troops (velites) who ran beside the horsemen, Plut. (παραβαίνω II. 1) a transgressor, Aesch.

ShortDef

one who stands beside

Debugging

Headword:
παραβάτης
Headword (normalized):
παραβάτης
Headword (normalized/stripped):
παραβατης
IDX:
24497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24525
Key:
paraba/ths

Data

{'content': 'παραβάτης\n παραβάτης, poet. παραιβάτης, and παρβάτης, ου, ὁ,\n \n παραβαίνω I\n one who stands beside: properly the warrior who stood beside the charioteer, Il., Eur., Xen.\n in pl. light troops (velites) who ran beside the horsemen, Plut.\n (παραβαίνω II. 1) a transgressor, Aesch.', 'key': 'paraba/ths'}