Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παππίζω
παππίας
πάππος
παππῷος
πάπραξ
παπταίνω
πάπυρος
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβάλλω
παραβάπτω
παράβασις
παραβάτης
παραβάτις
παραβατός
παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παράβλημα
παραβλητέος
View word page
παραβάπτω
παραβάπτω fut. ψω to dye at the same time, Plut.
ShortDef
to dye at the same time
Debugging
Headword:
παραβάπτω
Headword (normalized):
παραβάπτω
Headword (normalized/stripped):
παραβαπτω
IDX:
24495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24523
Key:
paraba/ptw
Data
{'content': 'παραβάπτω\n fut. ψω\n to dye at the same time, Plut.', 'key': 'paraba/ptw'}