Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πανύστατος
πανωλεθρία
πανώλεθρος
πανώλης
πανωπήεις
πάομαι
παπαιάξ
παπαῖ
παππάζω
παππαπαππαπαῖ
πάππης
παππίδιον
παππίζω
παππίας
πάππος
παππῷος
πάπραξ
παπταίνω
πάπυρος
παραβάκτρος
παράβακχος
View word page
πάππης
πάππης πάππης, ου, ὁ, papa, a childʼs word for πατήρ, father, (as μάμμα for μήτηρ) in voc., πάππα φίλε Od.; in acc., πάππαν καλεῖν, like παππάζειν, Ar.

ShortDef

papa

Debugging

Headword:
πάππης
Headword (normalized):
πάππης
Headword (normalized/stripped):
παππης
IDX:
24483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24511
Key:
pa/pphs

Data

{'content': 'πάππης\n πάππης, ου, ὁ,\n papa, a childʼs word for πατήρ, father, (as μάμμα for μήτηρ) in voc., πάππα φίλε Od.; in acc., πάππαν καλεῖν, like παππάζειν, Ar.', 'key': 'pa/pphs'}