Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστός
ἀναρρήγνυμι
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρρίπτω
View word page
ἀνάρμενος
ἀνάρμενος ἀραρίσκω unequipped, Anth.
ShortDef
unequipped
Debugging
Headword:
ἀνάρμενος
Headword (normalized):
ἀνάρμενος
Headword (normalized/stripped):
αναρμενος
IDX:
2449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2450
Key:
a)na/rmenos
Data
{'content': 'ἀνάρμενος\n ἀραρίσκω\n unequipped, Anth.', 'key': 'a)na/rmenos'}