Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄγνωστος
ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομικός
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
View word page
ἀγορασἀγένειος
ἀγορασἀγένειος crasis for ἀγοράσει ἀγένειος will lounge in the ἀγορά, without a beard, Ar.
ShortDef
will lounge in the agora without a beard
Debugging
Headword:
ἀγορασἀγένειος
Headword (normalized):
ἀγορασἀγένειος
Headword (normalized/stripped):
αγορασαγενειος
IDX:
245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n245
Key:
a)gorasa)ge/neios
Data
{'content': 'ἀγορασἀγένειος\n crasis for ἀγοράσει ἀγένειος\n will lounge in the ἀγορά, without a beard, Ar.', 'key': 'a)gorasa)ge/neios'}