Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
πάντως
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πάνυ
πανύστατον
πανύστατος
πανωλεθρία
πανώλεθρος
πανώλης
πανωπήεις
πάομαι
παπαιάξ
παπαῖ
παππάζω
View word page
πάνυ
πάνυ πᾶς altogether, entirely, Aesch., etc.; π. μανθάνω perfectly, Ar.:—with Adjs. very, exceedingly, π. πολλοί, ὀλίγοι, π. μικρός, μέγας Aesch., etc.:— with Advs., π. σφόδρα Ar.; μόλις or μόγις π. Plat.; with Nouns in adv. sense, π. σπουδῇ in very great haste, Dem.; π. ἐξ εἰκότος λόγου Plat.:—with a Part., π. ἀδικῶν if ever so criminal, Thuc. strengthd., καὶ πάνυ Thuc., Xen. οὐ πάνυ, like οὐ πάντως, Lat. omnino non, not at all, Soph., etc. in answers, yes by all means, no doubt, certainly, Ar.; πάνυ γε, πάνυ μὲν οὖν Ar., Plat.: —πάνυ καλῶς, Lat. benigne, no I thank you, Ar. ὁ πάνυ (where κλεινός may be supplied), the excellent, the famous, οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν Thuc.; ὁ πάνυ Περικλῆς Xen.

ShortDef

altogether, entirely

Debugging

Headword:
πάνυ
Headword (normalized):
πάνυ
Headword (normalized/stripped):
πανυ
IDX:
24471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24499
Key:
pa/nu

Data

{'content': 'πάνυ\n \n πᾶς\n altogether, entirely, Aesch., etc.; π. μανθάνω perfectly, Ar.:—with Adjs. very, exceedingly, π. πολλοί, ὀλίγοι, π. μικρός, μέγας Aesch., etc.:— with Advs., π. σφόδρα Ar.; μόλις or μόγις π. Plat.; with Nouns in adv. sense, π. σπουδῇ in very great haste, Dem.; π. ἐξ εἰκότος λόγου Plat.:—with a Part., π. ἀδικῶν if ever so criminal, Thuc.\n strengthd., καὶ πάνυ Thuc., Xen.\n οὐ πάνυ, like οὐ πάντως, Lat. omnino non, not at all, Soph., etc.\n in answers, yes by all means, no doubt, certainly, Ar.; πάνυ γε, πάνυ μὲν οὖν Ar., Plat.: —πάνυ καλῶς, Lat. benigne, no I thank you, Ar.\n ὁ πάνυ (where κλεινός may be supplied), the excellent, the famous, οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν Thuc.; ὁ πάνυ Περικλῆς Xen.', 'key': 'pa/nu'}