Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
πάντως
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πάνυ
πανύστατον
πανύστατος
πανωλεθρία
πανώλεθρος
πανώλης
πανωπήεις
View word page
πάντροφος
πάντροφος πάν-τροφος, ον, τρέφω all-nourishing, Anth.; π. πελειάς a dove that rears all her nestlings, Aesch.

ShortDef

all-nourishing

Debugging

Headword:
πάντροφος
Headword (normalized):
πάντροφος
Headword (normalized/stripped):
παντροφος
IDX:
24467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24495
Key:
pa/ntrofos

Data

{'content': 'πάντροφος\n πάν-τροφος, ον,\n τρέφω\n all-nourishing, Anth.; π. πελειάς a dove that rears all her nestlings, Aesch.', 'key': 'pa/ntrofos'}