Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
πάντως
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πάνυ
πανύστατον
πανύστατος
πανωλεθρία
πανώλεθρος
πανώλης
View word page
πάντροπος
πάντροπος πάν-τροπος, ον, τρέπω all-routed, tumultuous, Aesch.
ShortDef
all-routed, tumultuous
Debugging
Headword:
πάντροπος
Headword (normalized):
πάντροπος
Headword (normalized/stripped):
παντροπος
IDX:
24466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24494
Key:
pa/ntropos
Data
{'content': 'πάντροπος\n πάν-τροπος, ον,\n τρέπω\n all-routed, tumultuous, Aesch.', 'key': 'pa/ntropos'}