Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
πάντως
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πάνυ
πανύστατον
πανύστατος
πανωλεθρία
πανώλεθρος
View word page
πάντρομος
πάντρομος πάν-τρομος, ον, τρέμω all-trembling, Aesch.

ShortDef

all-trembling

Debugging

Headword:
πάντρομος
Headword (normalized):
πάντρομος
Headword (normalized/stripped):
παντρομος
IDX:
24465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24493
Key:
pa/ntromos

Data

{'content': 'πάντρομος\n πάν-τρομος, ον,\n τρέμω\n all-trembling, Aesch.', 'key': 'pa/ntromos'}