Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
πάντως
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πάνυ
πανύστατον
πανύστατος
View word page
παντοφάγος
παντοφάγος παντο-φάγος, ον, φᾰγεῖν all-devouring, Anth.
ShortDef
all-devouring
Debugging
Headword:
παντοφάγος
Headword (normalized):
παντοφάγος
Headword (normalized/stripped):
παντοφαγος
IDX:
24463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24491
Key:
pantofa/gos
Data
{'content': 'παντοφάγος\n παντο-φάγος, ον,\n φᾰγεῖν\n all-devouring, Anth.', 'key': 'pantofa/gos'}