Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
πάντως
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πάνυ
πανύστατον
View word page
παντουργός
παντουργός παντ-ουργός, όν = πανοῦργος, Soph.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παντουργός
Headword (normalized):
παντουργός
Headword (normalized/stripped):
παντουργος
IDX:
24462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24490
Key:
pantourgo/s
Data
{'content': 'παντουργός\n παντ-ουργός, όν\n = πανοῦργος, Soph.', 'key': 'pantourgo/s'}