Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάντολμος
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
πάντως
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πάνυ
View word page
παντότολμος
παντότολμος παντό-τολμος, ον, = πάντολμος, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παντότολμος
Headword (normalized):
παντότολμος
Headword (normalized/stripped):
παντοτολμος
IDX:
24461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24489
Key:
panto/tolmos

Data

{'content': 'παντότολμος\n παντό-τολμος, ον,\n = πάντολμος, Aesch.', 'key': 'panto/tolmos'}