Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
πάντως
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
View word page
πάντοτε
πάντοτε πᾶς adv. at all times, always, NTest.

ShortDef

at all times, always

Debugging

Headword:
πάντοτε
Headword (normalized):
πάντοτε
Headword (normalized/stripped):
παντοτε
IDX:
24460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24488
Key:
pa/ntote

Data

{'content': 'πάντοτε\n πᾶς\n adv. at all times, always, NTest.', 'key': 'pa/ntote'}