Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παντοῖος
παντοκράτωρ
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
πάντως
View word page
παντόσεμνος
παντόσεμνος παντό-σεμνος, ον, = πάνσεμνος, Aesch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παντόσεμνος
Headword (normalized):
παντόσεμνος
Headword (normalized/stripped):
παντοσεμνος
IDX:
24458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24486
Key:
panto/semnos
Data
{'content': 'παντόσεμνος\n παντό-σεμνος, ον,\n = πάνσεμνος, Aesch.', 'key': 'panto/semnos'}