Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάντοθι
παντοῖος
παντοκράτωρ
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
View word page
παντοπώλιον
παντοπώλιον παντο-πώλιον, ου, τό, a place where all things are for sale, a general market, bazaar, Plat.
ShortDef
a place where all things are for sale, a general market, bazaar
Debugging
Headword:
παντοπώλιον
Headword (normalized):
παντοπώλιον
Headword (normalized/stripped):
παντοπωλιον
IDX:
24457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24485
Key:
pantopw/lion
Data
{'content': 'παντοπώλιον\n παντο-πώλιον, ου, τό,\n a place where all things are for sale, a general market, bazaar, Plat.', 'key': 'pantopw/lion'}