Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάντοθεν
πάντοθι
παντοῖος
παντοκράτωρ
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
πάντροπος
View word page
παντόπτης
παντόπτης παντ-όπτης, ου, = πανόπτης, Soph., Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παντόπτης
Headword (normalized):
παντόπτης
Headword (normalized/stripped):
παντοπτης
IDX:
24456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24484
Key:
panto/pths

Data

{'content': 'παντόπτης\n παντ-όπτης, ου,\n = πανόπτης, Soph., Ar.', 'key': 'panto/pths'}