Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παντοδαπός
πάντοθεν
πάντοθι
παντοῖος
παντοκράτωρ
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφάγος
παντόφυρτος
πάντρομος
View word page
παντοπόρος
παντοπόρος παντο-πόρος, ον, all-inventive, opp. to ἄπορος, Soph.

ShortDef

all-inventive

Debugging

Headword:
παντοπόρος
Headword (normalized):
παντοπόρος
Headword (normalized/stripped):
παντοπορος
IDX:
24455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24483
Key:
pantopo/ros

Data

{'content': 'παντοπόρος\n παντο-πόρος, ον,\n all-inventive, opp. to ἄπορος, Soph.', 'key': 'pantopo/ros'}