Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάντῃ
πάντιμος
παντλήμων
παντοβίης
παντογήρως
παντοδαπός
πάντοθεν
πάντοθι
παντοῖος
παντοκράτωρ
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπώλιον
παντόσεμνος
πάντοσε
πάντοτε
View word page
παντολιγοχρόνιος
παντολιγοχρόνιος παντ-ολῐγο-χρόνιος, ον, utterly short-lived, Anth.
ShortDef
utterly short-lived
Debugging
Headword:
παντολιγοχρόνιος
Headword (normalized):
παντολιγοχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
παντολιγοχρονιος
IDX:
24450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24478
Key:
pantoligoxro/nios
Data
{'content': 'παντολιγοχρόνιος\n παντ-ολῐγο-χρόνιος, ον,\n utterly short-lived, Anth.', 'key': 'pantoligoxro/nios'}