παντολιγοχρόνιος
παντολιγοχρόνιος
παντ-ολῐγο-χρόνιος, ον,
utterly short-lived, Anth.
{
"content": "παντολιγοχρόνιος\n παντ-ολῐγο-χρόνιος, ον,\n utterly short-lived, Anth.",
"key": "pantoligoxro/nios"
}