Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πανταχῶς
παντέλεια
παντελής
παντευχία
πάντεχνος
πάντῃ
πάντιμος
παντλήμων
παντοβίης
παντογήρως
παντοδαπός
πάντοθεν
πάντοθι
παντοῖος
παντοκράτωρ
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
παντοπόρος
View word page
παντοδαπός
παντοδαπός παντοδᾰπός, ή, όν πᾶς, with term. -δαπός, cf. ποδαπός of every kind, of all sorts, manifold, Hhymn., Aesch., etc.:—in pl., πολλοὶ καὶ π. Hdt.:—adv. -πῶς, in all kinds of ways, Poeta ap. Arist. παντοδαπὸς γίγνεται, = παντοῖος γίγνεται, assumes every shape, Ar.

ShortDef

of every kind, of all sorts, manifold

Debugging

Headword:
παντοδαπός
Headword (normalized):
παντοδαπός
Headword (normalized/stripped):
παντοδαπος
IDX:
24445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24473
Key:
pantodapo/s

Data

{'content': 'παντοδαπός\n παντοδᾰπός, ή, όν\n πᾶς, with term. -δαπός, cf. ποδαπός\n of every kind, of all sorts, manifold, Hhymn., Aesch., etc.:—in pl., πολλοὶ καὶ π. Hdt.:—adv. -πῶς, in all kinds of ways, Poeta ap. Arist.\n παντοδαπὸς γίγνεται, = παντοῖος γίγνεται, assumes every shape, Ar.', 'key': 'pantodapo/s'}