παντοδαπός
παντοδαπός
παντοδᾰπός, ή, όν
πᾶς, with term. -δαπός, cf. ποδαπός
of every kind, of all sorts, manifold, Hhymn., Aesch., etc.:—in pl., πολλοὶ καὶ π. Hdt.:—adv. -πῶς, in all kinds of ways, Poeta ap. Arist.
παντοδαπὸς γίγνεται, = παντοῖος γίγνεται, assumes every shape, Ar.