Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πανταχοῦ
πανταχῶς
παντέλεια
παντελής
παντευχία
πάντεχνος
πάντῃ
πάντιμος
παντλήμων
παντοβίης
παντογήρως
παντοδαπός
πάντοθεν
πάντοθι
παντοῖος
παντοκράτωρ
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντόμιμος
παντομισής
παντοποιός
View word page
παντογήρως
παντογήρως παντο-γήρως, ων, γῆρας making all old, i. e. subduing all, Soph.

ShortDef

making all old

Debugging

Headword:
παντογήρως
Headword (normalized):
παντογήρως
Headword (normalized/stripped):
παντογηρως
IDX:
24444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24472
Key:
pantogh/rws

Data

{'content': 'παντογήρως\n παντο-γήρως, ων,\n γῆρας\n making all old, i. e. subduing all, Soph.', 'key': 'pantogh/rws'}