Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παντάρχης
πάνταρχος
πανταχῇ
πανταχόθεν
πανταχοῖ
πανταχοῦ
πανταχῶς
παντέλεια
παντελής
παντευχία
πάντεχνος
πάντῃ
πάντιμος
παντλήμων
παντοβίης
παντογήρως
παντοδαπός
πάντοθεν
πάντοθι
παντοῖος
παντοκράτωρ
View word page
πάντεχνος
πάντεχνος πάν-τεχνος, ον, τέχνη assistant of all arts, Aesch.
ShortDef
assistant of all arts
Debugging
Headword:
πάντεχνος
Headword (normalized):
πάντεχνος
Headword (normalized/stripped):
παντεχνος
IDX:
24439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24467
Key:
pa/ntexnos
Data
{'content': 'πάντεχνος\n πάν-τεχνος, ον,\n τέχνη\n assistant of all arts, Aesch.', 'key': 'pa/ntexnos'}