Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πανσαγία
πανσέληνος
πάνσεμνος
πάνσκοπος
πάνσοφος
πανσπερμία
πάνσπερμος
πανστρατιά
πανσυδίῃ
πανσυδί
πάνσυρτος
παντάλας
παντάπασι
πανταρκής
παντάρχης
πάνταρχος
πανταχῇ
πανταχόθεν
πανταχοῖ
πανταχοῦ
πανταχῶς
View word page
πάνσυρτος
πάνσυρτος πάν-συρτος, ον, σύρω swept all together, αἰὼν πάνσυρτος ἀχέων a life of accumulated woes, Soph.

ShortDef

swept all together

Debugging

Headword:
πάνσυρτος
Headword (normalized):
πάνσυρτος
Headword (normalized/stripped):
πανσυρτος
IDX:
24425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24453
Key:
pa/nsurtos

Data

{'content': 'πάνσυρτος\n πάν-συρτος, ον,\n σύρω\n swept all together, αἰὼν πάνσυρτος ἀχέων a life of accumulated woes, Soph.', 'key': 'pa/nsurtos'}