Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναπράσσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
View word page
ἄναρθρος
ἄναρθρος ἄρθρον without joints, not articulated, Plat., etc. without strength, nerveless, Soph. of sound, inarticulate, Plut.
ShortDef
without joints, not articulated
Debugging
Headword:
ἄναρθρος
Headword (normalized):
ἄναρθρος
Headword (normalized/stripped):
αναρθρος
IDX:
2444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2445
Key:
a)/narqros
Data
{'content': 'ἄναρθρος\n ἄρθρον\n without joints, not articulated, Plat., etc.\n without strength, nerveless, Soph.\n of sound, inarticulate, Plut.', 'key': 'a)/narqros'}