πανσέληνος
πανσέληνος
παν-σέληνος, or πασ-σέληνος, ον,
σελήνη
of the moon, at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Thuc.; π. κύκλος the moonʼs full orb, Eur.
ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) the time of full moon, Hdt., Ar.; τὰν αὔριον π. at the next full moon, Soph.; without the Art., Aesch.