Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πάνορμος
πανός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανόψιος
Πάν
πανσαγία
πανσέληνος
πάνσεμνος
πάνσκοπος
πάνσοφος
πανσπερμία
πάνσπερμος
πανστρατιά
πανσυδίῃ
πανσυδί
πάνσυρτος
παντάλας
View word page
πανσέληνος
πανσέληνος παν-σέληνος, or πασ-σέληνος, ον, σελήνη of the moon, at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Thuc.; π. κύκλος the moonʼs full orb, Eur. ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) the time of full moon, Hdt., Ar.; τὰν αὔριον π. at the next full moon, Soph.; without the Art., Aesch.

ShortDef

at the full

Debugging

Headword:
πανσέληνος
Headword (normalized):
πανσέληνος
Headword (normalized/stripped):
πανσεληνος
IDX:
24416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24444
Key:
panse/lhnos

Data

{'content': 'πανσέληνος\n παν-σέληνος, or πασ-σέληνος, ον,\n σελήνη\n of the moon, at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Thuc.; π. κύκλος the moonʼs full orb, Eur.\n ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) the time of full moon, Hdt., Ar.; τὰν αὔριον π. at the next full moon, Soph.; without the Art., Aesch.', 'key': 'panse/lhnos'}