Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάνοπλος
πανόπτης
πάνορμος
Πάνορμος
πανός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανόψιος
Πάν
πανσαγία
πανσέληνος
πάνσεμνος
πάνσκοπος
πάνσοφος
πανσπερμία
πάνσπερμος
πανστρατιά
πανσυδίῃ
View word page
πανόψιος
πανόψιος πᾰν-όψιος, ον, ὄψις all-seen, in the sight of all, Il.
ShortDef
all-seen, in the sight of all
Debugging
Headword:
πανόψιος
Headword (normalized):
πανόψιος
Headword (normalized/stripped):
πανοψιος
IDX:
24413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24441
Key:
pano/yios
Data
{'content': 'πανόψιος\n πᾰν-όψιος, ον,\n ὄψις\n all-seen, in the sight of all, Il.', 'key': 'pano/yios'}