Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναπόνιπτος
ἀναπράσσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναρπαγή
View word page
ἀνάπυστος
ἀνάπυστος from ἀναπυνθάνομαι. ascertained, notorious, Od., Hdt.

ShortDef

ascertained, notorious

Debugging

Headword:
ἀνάπυστος
Headword (normalized):
ἀνάπυστος
Headword (normalized/stripped):
αναπυστος
IDX:
2443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2444
Key:
a)na/pustos

Data

{'content': 'ἀνάπυστος\n from ἀναπυνθάνομαι.\n ascertained, notorious, Od., Hdt.', 'key': 'a)na/pustos'}