Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πανομφαῖος
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανόπτης
πάνορμος
Πάνορμος
πανός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανόψιος
Πάν
πανσαγία
πανσέληνος
πάνσεμνος
πάνσκοπος
πάνσοφος
πανσπερμία
View word page
πανουργία
πανουργία πᾰνουργία, ἡ, knavery, roguery, villany, Lat. malitia, Aesch., Soph.: in pl. knaveries, villanies, Soph., etc.
ShortDef
knavery, roguery, villany
Debugging
Headword:
πανουργία
Headword (normalized):
πανουργία
Headword (normalized/stripped):
πανουργια
IDX:
24410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24438
Key:
panourgi/a
Data
{'content': 'πανουργία\n πᾰνουργία, ἡ,\n knavery, roguery, villany, Lat. malitia, Aesch., Soph.: in pl. knaveries, villanies, Soph., etc.', 'key': 'panourgi/a'}