Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πανόμοιος
πανομφαῖος
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανόπτης
πάνορμος
Πάνορμος
πανός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανόψιος
Πάν
πανσαγία
πανσέληνος
πάνσεμνος
πάνσκοπος
πάνσοφος
View word page
πανούργημα
πανούργημα πᾰνούργημα, ατος, τό, a knavish trick, villany, Soph.
ShortDef
a knavish trick, villany
Debugging
Headword:
πανούργημα
Headword (normalized):
πανούργημα
Headword (normalized/stripped):
πανουργημα
IDX:
24409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24437
Key:
panou/rghma
Data
{'content': 'πανούργημα\n πᾰνούργημα, ατος, τό,\n a knavish trick, villany, Soph.', 'key': 'panou/rghma'}