Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πανόλβιος
πανομιλεί
πανόμματος
πανόμοιος
πανομφαῖος
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανόπτης
πάνορμος
Πάνορμος
πανός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανόψιος
Πάν
πανσαγία
πανσέληνος
View word page
Πάνορμος
Πάνορμος Πάνορμος, ὁ, the ancient name of Palermo, Thuc.; Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, its territory, Polyb.
ShortDef
always fit for landing in
Panormus (various port towns, incl. modern Palermo)
Debugging
Headword:
Πάνορμος
Headword (normalized):
πάνορμος
Headword (normalized/stripped):
πανορμος
IDX:
24406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24434
Key:
*pa/normos
Data
{'content': 'Πάνορμος\n Πάνορμος, ὁ,\n the ancient name of Palermo, Thuc.; Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, its territory, Polyb.', 'key': '*pa/normos'}