Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πανοίκιος
πανοίμοι
πανόλβιος
πανομιλεί
πανόμματος
πανόμοιος
πανομφαῖος
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανόπτης
πάνορμος
Πάνορμος
πανός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανόψιος
Πάν
View word page
πανόπτης
πανόπτης πᾰν-όπτης, ου, ὁ, ὄψομαι the all-seeing, of the sun, Aesch.; of the herdsman Argus, Eur.

ShortDef

the all-seeing

Debugging

Headword:
πανόπτης
Headword (normalized):
πανόπτης
Headword (normalized/stripped):
πανοπτης
IDX:
24404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24432
Key:
pano/pths

Data

{'content': 'πανόπτης\n πᾰν-όπτης, ου, ὁ,\n ὄψομαι\n the all-seeing, of the sun, Aesch.; of the herdsman Argus, Eur.', 'key': 'pano/pths'}