Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πανοικίᾳ
πανοίκιος
πανοίμοι
πανόλβιος
πανομιλεί
πανόμματος
πανόμοιος
πανομφαῖος
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανόπτης
πάνορμος
Πάνορμος
πανός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανόψιος
View word page
πάνοπλος
πάνοπλος πάν-οπλος (ᾰ), ον, ὅπλον in full armour, full-armed, Aesch., Eur.; πάνοπλα ἀμφιβλήματα suits of full armour, Eur.
ShortDef
in full armour, full-armed
Debugging
Headword:
πάνοπλος
Headword (normalized):
πάνοπλος
Headword (normalized/stripped):
πανοπλος
IDX:
24403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24431
Key:
pa/noplos
Data
{'content': 'πάνοπλος\n πάν-οπλος (ᾰ), ον,\n ὅπλον\n in full armour, full-armed, Aesch., Eur.; πάνοπλα ἀμφιβλήματα suits of full armour, Eur.', 'key': 'pa/noplos'}