Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παννύχιος
πάννυχος
πανόδυρτος
πάνοιζυς
πανοικησίᾳ
πανοικίᾳ
πανοίκιος
πανοίμοι
πανόλβιος
πανομιλεί
πανόμματος
πανόμοιος
πανομφαῖος
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανόπτης
πάνορμος
Πάνορμος
πανός
πανουργέω
View word page
πανόμματος
πανόμματος πᾰν-όμμᾰτος, ον, ὄμμα all-eyed, Anth.

ShortDef

all-eyed

Debugging

Headword:
πανόμματος
Headword (normalized):
πανόμματος
Headword (normalized/stripped):
πανομματος
IDX:
24398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24426
Key:
pano/mmatos

Data

{'content': 'πανόμματος\n πᾰν-όμμᾰτος, ον,\n ὄμμα\n all-eyed, Anth.', 'key': 'pano/mmatos'}