Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάνθυτος
Πανικός
πανίμερος
Πανίωνες
Πανιώνιον
πανλώβητος
παννυχίζω
παννυχικός
παννύχιος
πάννυχος
πανόδυρτος
πάνοιζυς
πανοικησίᾳ
πανοικίᾳ
πανοίκιος
πανοίμοι
πανόλβιος
πανομιλεί
πανόμματος
πανόμοιος
πανομφαῖος
View word page
πανόδυρτος
πανόδυρτος πᾰν-όδυρτος, ον, most lamentable, Anth.

ShortDef

most lamentable

Debugging

Headword:
πανόδυρτος
Headword (normalized):
πανόδυρτος
Headword (normalized/stripped):
πανοδυρτος
IDX:
24390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24418
Key:
pano/durtos

Data

{'content': 'πανόδυρτος\n πᾰν-όδυρτος, ον,\n most lamentable, Anth.', 'key': 'pano/durtos'}