Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπράσσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμοστέω
View word page
ἀναπτύω
ἀναπτύω to spit up, sputter, Soph.
ShortDef
to spit up, sputter
Debugging
Headword:
ἀναπτύω
Headword (normalized):
ἀναπτύω
Headword (normalized/stripped):
αναπτυω
IDX:
2440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2441
Key:
a)naptu/w
Data
{'content': 'ἀναπτύω\n to spit up, sputter, Soph.', 'key': 'a)naptu/w'}