πανήμερος
πανήμερος
πᾰνήμερος, ον,
= πᾰν-ημέριος, Aesch.:—neut. πανημερόν (oxyt.) as adv., Hdt.
Doric πανάμερος πάντως τῇδε τῇ ἡμέρᾳ, Soph.
{
"content": "πανήμερος\n πᾰνήμερος, ον,\n = πᾰν-ημέριος, Aesch.:—neut. πανημερόν (oxyt.) as adv., Hdt.\n Doric πανάμερος πάντως τῇδε τῇ ἡμέρᾳ, Soph.",
"key": "panh/meros"
}