Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάνετες
πανευδαίμων
πανεύτονος
πάνεφθος
πανηγυρίζω
πανηγυρικός
πανήγυρις
πανηγυριστής
πανῆμαρ
πανημερεύω
πανημέριος
πανήμερος
πανθηλής
πάνθηρ
πανθυμαδόν
πάνθυτος
Πανικός
πανίμερος
Πανίωνες
Πανιώνιον
πανλώβητος
View word page
πανημέριος
πανημέριος πᾰν-ημέριος, Doric παν-ᾱμ-ος, η, ον all day long, πανημέριοι θεὸν ἱλάσκοντο continued to appease the god all day long, Il.; ὅσσον τε πανημερίη νηῦς ἤνυσεν as much as a ship sails in a whole day, Od.:—neut. πανημέριον, as adv. = πανῆμαρ, Il. of the whole day, Eur.

ShortDef

all day long

Debugging

Headword:
πανημέριος
Headword (normalized):
πανημέριος
Headword (normalized/stripped):
πανημεριος
IDX:
24375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24403
Key:
panhme/rios

Data

{'content': 'πανημέριος\n πᾰν-ημέριος, Doric παν-ᾱμ-ος, η, ον\n \n \n \n all day long, πανημέριοι θεὸν ἱλάσκοντο continued to appease the god all day long, Il.; ὅσσον τε πανημερίη νηῦς ἤνυσεν as much as a ship sails in a whole day, Od.:—neut. πανημέριον, as adv. = πανῆμαρ, Il.\n of the whole day, Eur.', 'key': 'panhme/rios'}