Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πανέστιος
πάνετες
πανευδαίμων
πανεύτονος
πάνεφθος
πανηγυρίζω
πανηγυρικός
πανήγυρις
πανηγυριστής
πανῆμαρ
πανημερεύω
πανημέριος
πανήμερος
πανθηλής
πάνθηρ
πανθυμαδόν
πάνθυτος
Πανικός
πανίμερος
Πανίωνες
Πανιώνιον
View word page
πανημερεύω
πανημερεύω πᾰνημερεύω, to spend the whole day in a thing, c. acc., Eur. from πᾰνημέριος
ShortDef
to spend the whole day
Debugging
Headword:
πανημερεύω
Headword (normalized):
πανημερεύω
Headword (normalized/stripped):
πανημερευω
IDX:
24374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24402
Key:
panhmereu/w
Data
{'content': 'πανημερεύω\n πᾰνημερεύω,\n to spend the whole day in a thing, c. acc., Eur.\n from πᾰνημέριος', 'key': 'panhmereu/w'}