Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πανέλληνες
Πάνεμος
πανεπήρατος
πανεπίσκοπος
πανεργέτης
πανέρημος
πανέσπερος
πανέστιος
πάνετες
πανευδαίμων
πανεύτονος
πάνεφθος
πανηγυρίζω
πανηγυρικός
πανήγυρις
πανηγυριστής
πανῆμαρ
πανημερεύω
πανημέριος
πανήμερος
πανθηλής
View word page
πανεύτονος
πανεύτονος πᾰν-εύτονος, ον, much strained, very active, Anth.
ShortDef
much strained, very active
Debugging
Headword:
πανεύτονος
Headword (normalized):
πανεύτονος
Headword (normalized/stripped):
πανευτονος
IDX:
24367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24395
Key:
paneu/tonos
Data
{'content': 'πανεύτονος\n πᾰν-εύτονος, ον,\n much strained, very active, Anth.', 'key': 'paneu/tonos'}