πανεργέτης
πανεργέτης
πᾰν-εργέτης, ου, ὁ,
ἔργω
all-effecting, Doric gen. -εργέτα Aesch.
{ "content": "πανεργέτης\n πᾰν-εργέτης, ου, ὁ,\n ἔργω\n all-effecting, Doric gen. -εργέτα Aesch.", "key": "panerge/ths" }