Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πανδώρα
πάνδωρος
πανεθνεί
πανείκελος
Πανεῖον
πανελεύθερος
Πανέλληνες
Πάνεμος
πανεπήρατος
πανεπίσκοπος
πανεργέτης
πανέρημος
πανέσπερος
πανέστιος
πάνετες
πανευδαίμων
πανεύτονος
πάνεφθος
πανηγυρίζω
πανηγυρικός
πανήγυρις
View word page
πανεργέτης
πανεργέτης πᾰν-εργέτης, ου, ὁ, ἔργω all-effecting, Doric gen. -εργέτα Aesch.

ShortDef

all-effecting

Debugging

Headword:
πανεργέτης
Headword (normalized):
πανεργέτης
Headword (normalized/stripped):
πανεργετης
IDX:
24361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24389
Key:
panerge/ths

Data

{'content': 'πανεργέτης\n πᾰν-εργέτης, ου, ὁ,\n ἔργω\n all-effecting, Doric gen. -εργέτα Aesch.', 'key': 'panerge/ths'}