Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάποινος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπράσσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
View word page
ἀναπτοέω
ἀναπτοέω to scare exceedingly, Mosch.:—Pass. to be scared, Plut.
ShortDef
to scare exceedingly
Debugging
Headword:
ἀναπτοέω
Headword (normalized):
ἀναπτοέω
Headword (normalized/stripped):
αναπτοεω
IDX:
2437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2438
Key:
a)naptoe/w
Data
{'content': 'ἀναπτοέω\n to scare exceedingly, Mosch.:—Pass. to be scared, Plut.', 'key': 'a)naptoe/w'}