Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πανδημεί
πανδημία
πανδήμιος
πάνδημος
Πάνδια
πάνδικος
Πανδιονίδης
Πανδιονίς
πανδοκεῖον
πανδοκεύς
πανδοκεύτρια
πανδοκεύω
πανδοκέω
πάνδοκος
πανδοξία
πάνδυρτος
πανδυσία
πανδώρα
πάνδωρος
πανεθνεί
πανείκελος
View word page
πανδοκεύτρια
πανδοκεύτρια from πανδοκεύς πανδοκεύτρια, ἡ, a hostess, Ar.; metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar.
ShortDef
a hostess
Debugging
Headword:
πανδοκεύτρια
Headword (normalized):
πανδοκεύτρια
Headword (normalized/stripped):
πανδοκευτρια
IDX:
24344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24372
Key:
pandokeu/tria
Data
{'content': 'πανδοκεύτρια\n from πανδοκεύς\n πανδοκεύτρια, ἡ,\n a hostess, Ar.; metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar.', 'key': 'pandokeu/tria'}