Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πανδάκρυτος
πανδαμάτωρ
πάνδεινος
πανδελέτειος
πανδερκής
πανδημεί
πανδημία
πανδήμιος
πάνδημος
Πάνδια
πάνδικος
Πανδιονίδης
Πανδιονίς
πανδοκεῖον
πανδοκεύς
πανδοκεύτρια
πανδοκεύω
πανδοκέω
πάνδοκος
πανδοξία
πάνδυρτος
View word page
πάνδικος
πάνδικος πάν-δῐκος, ον, δίκη all righteous, Soph. adv. -κως, most justly, Aesch.; but simply = πάντως, Soph.
ShortDef
all righteous
Debugging
Headword:
πάνδικος
Headword (normalized):
πάνδικος
Headword (normalized/stripped):
πανδικος
IDX:
24339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24367
Key:
pa/ndikos
Data
{'content': 'πάνδικος\n πάν-δῐκος, ον,\n δίκη\n all righteous, Soph. adv. -κως, most justly, Aesch.; but simply = πάντως, Soph.', 'key': 'pa/ndikos'}