Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Παναχαιοί
παναώριος
πανδαισία
πανδάκρυτος
πανδαμάτωρ
πάνδεινος
πανδελέτειος
πανδερκής
πανδημεί
πανδημία
πανδήμιος
πάνδημος
Πάνδια
πάνδικος
Πανδιονίδης
Πανδιονίς
πανδοκεῖον
πανδοκεύς
πανδοκεύτρια
πανδοκεύω
πανδοκέω
View word page
πανδήμιος
πανδήμιος πανδήμιος, ον, = πάνδημος πτωχὸς πανδήμιος one who begs of all people, a public beggar, Od.; π. πόλις the city with all its people, Soph.
ShortDef
of all people, a public
Debugging
Headword:
πανδήμιος
Headword (normalized):
πανδήμιος
Headword (normalized/stripped):
πανδημιος
IDX:
24336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24364
Key:
pandh/mios
Data
{'content': 'πανδήμιος\n πανδήμιος, ον,\n = πάνδημος\n πτωχὸς πανδήμιος one who begs of all people, a public beggar, Od.; π. πόλις the city with all its people, Soph.', 'key': 'pandh/mios'}