Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πανάριστος
παναρκής
παναρμόνιος
πάναρχος
πανατρεκής
παναφῆλιξ
πανάφθιτος
πανάφυκτος
πανάφυλλος
Παναχαιοί
παναώριος
πανδαισία
πανδάκρυτος
πανδαμάτωρ
πάνδεινος
πανδελέτειος
πανδερκής
πανδημεί
πανδημία
πανδήμιος
πάνδημος
View word page
παναώριος
παναώριος πᾰν-αώριος, ον, ἄωρος all-untimely, doomed to an untimely end, Il., Anth.
ShortDef
all-untimely, doomed to an untimely end
Debugging
Headword:
παναώριος
Headword (normalized):
παναώριος
Headword (normalized/stripped):
παναωριος
IDX:
24327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24355
Key:
panaw/rios
Data
{'content': 'παναώριος\n πᾰν-αώριος, ον,\n ἄωρος\n all-untimely, doomed to an untimely end, Il., Anth.', 'key': 'panaw/rios'}