Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπράσσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἄναρθρος
View word page
ἀναπράσσω
ἀναπράσσω to exact, levy money or debts, Ar., Thuc.; ἀν. ὑπόσχεσιν to exact the fulfilment of a promise, Thuc.

ShortDef

to exact, levy

Debugging

Headword:
ἀναπράσσω
Headword (normalized):
ἀναπράσσω
Headword (normalized/stripped):
αναπρασσω
IDX:
2434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2435
Key:
a)napra/ssw

Data

{'content': 'ἀναπράσσω\n to exact, levy money or debts, Ar., Thuc.; ἀν. ὑπόσχεσιν to exact the fulfilment of a promise, Thuc.', 'key': 'a)napra/ssw'}